main menu
Tuesday, June 29, 2010
 
MOUSAKA...PITA...DEMOCRACY


Δύο τύποι με μαύρα γυαλιά πίνουν καφέ στο δημόσιο καφέ απέναντι στη Μαρίνα. Τους παρακολουθώ από ώρα. Καπνίζω τάχα αδιάφορος το τσιγάρο μου. Ρουφώ πότε πότε μια γουλιά από τον καφέ μου. Η άνοιξη έχει φέρει μια ανανέωση στον αέρα. Ακόμα και οι γέροι βαδίζουν με νέα δύναμη, τα οστά, οι αδένες, οι μύς έχουν νεύρο.

Κυριαρχούν oi ηχοι των εργαλείων , oi κόρνες, -φουστάνια διέρχονται βιαστικά-, ένα παιδί κυνηγά ένα περιστέρι...κι ανάμεσα η δυστυχής μορφή μου.... Είμαι ένα θεόρατο κεφάλι με μια χοντρή μύτη ακριβώς όπως τ' αγάλματα της νήσου του Πάσχα. Είμαι μεθυσμένος από νωρίς.

Τελευταία αλητεύω πολύ. Παίρνω τους δρόμους απλά. Κάθε μέρα παρατηρώ και κάτι. Εχθές παρατηρούσα κώλους. Μικρές και μεγάλες έχουν βγει για σουλάτσο και παρά τις καθημερινές τους εφιδρώσεις σε γυμναστήρια οι καταθλιπτικές τηλεθεάσεις του χειμώνα έχουν αφήσει το στίγμα τους. Κανένα σώμα δεν έχει τη γλυπτική, εμπορική φινέτσα που επιθυμεί. Κώλοι μεγάλοι, ξεχείλωτοι όπως το ζυμάρι στη λεκάνη, κώλοι σουπρημ.

Σήμερα παρατηρώ ύποπτους τύπους. Τύπους με μαύρα γυαλιά. Τύπους σκοτεινούς. Ζω μέσα σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Τα γνωρίζω όλα. Απλά είμαι πολύ κυνικός για να ασχοληθώ. Απολαμβάνω να παρακολουθώ το έγκλημα όπως άλλοτε τους σκυλοκαυγάδες στη γειτονιά. Μια πουτάνα γύρω στα σαράντα καθέται σε ένα απόμερο τραπέζι. Φοράει μπεζ κοντό φουστάνι, ένα αναγεννησιακό σακάκι μέσα από το οποίο βγαίνουν κατάσπρα τα στήθη της. Φοράει γυαλιά ηλίου με επιχρυσωμένο σκελετό.

'Γκαρσόν'. Ένας καραφλός θέλει να παραγγείλει. Ο σερβιτόρος του δίνει τα ρέστα. Σκέφτομαι πως όλοι οι μαλάκες τα έχουν κανονισμένα. Κι εγώ είμαι στην απ' έξω. Ρουφώ το τσιγάρο μου. Πρέπει κάτι να κάνω να μπω στο παιχνίδι. Η μεσόκοπη πουτάνα φεύγει αναστατωμένη -οι τσάντες από τα ψώνια της πέφτουν, ένας αλλοδαπός τη βοηθάει, χαμογελάει σαν άλογο. Ναι σκέφτομαι πως πρέπει να μπω στο παιχνίδι. Υπάρχουν λεφτά, απολαύσεις, σπίτια, κύρος. Υπάρχει έγκλημα εκεί έξω. Πρέπει κάτι να κάνω να μπω στο παιχνίδι.

Σβήνω το τσιγάρο μου και σηκώνομαι να φύγω. Άρον άρον με τα φαγωμένα αθλητικά μου παπούτσια. Διασχίζω το δρόμο, φτάνω στο συντριβάνι. Σκοντάφτω πάνω σε κάτι τουρίστες. Το κεφάλι μου είναι ο μύλος της παιδικής χαράς. Όλα γυρίζουν. Παραπατάω σα τυφλός ανάμεσα στο πλήθος, απλώνω τα χέρια για να μη χτυπήσω. Μου φαίνεται πως καταρρέω. Όταν πια τα γόνατά μου είναι έτοιμα να λυγίσουν καταφέρνω και στηρίζομαι στο πρώτο σώμα που βρίσκω μπροστά μου. Το φως λιγοστεύει. Κρατιέμαι πάνω του απεγνωσμένα. Μέσα στο σκότος της ντίρλας μου βαστώ ένα σώμα σα σημαδούρα. Πέφτω μαζί του ιλιγγιωδώς. Κενό.
 
Comments:
Υπέροχο κείμενο
 
thanx :)
 
Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]





<< Home

Archives
July 2006 / August 2006 / September 2006 / January 2007 / May 2007 / June 2007 / July 2007 / October 2007 / February 2008 / March 2008 / April 2008 / June 2008 / August 2008 / September 2008 / October 2008 / November 2008 / December 2008 / January 2009 / April 2009 / May 2009 / June 2009 / July 2009 / August 2009 / September 2009 / October 2009 / November 2009 / December 2009 / January 2010 / February 2010 / March 2010 / June 2010 / August 2010 / October 2010 / December 2010 / January 2011 / January 2012 / July 2012 / August 2013 /


Powered by Blogger

Subscribe to
Posts [Atom]