Χωρίς Στοργή
Κάθομαι σε μια γωνιά και κοιτάζω τη ζωή μου
Και μου θυμίζει ανασκαφή χωρίς ευρήματα.
Τόσα χρόνια κατέβηκα μέχρι το κέντρο της γης
Και το μόνο που έφερα πίσω είναι τον
Εαυτό μου!
Δε με συγκινεί πια το αλκοόλ και ντρέπομαι
Να τηλεφωνήσω στις άκρες μου για
Τσιγάρα. Κάθομαι όπως η μαιμού στο κλαδί
της και περιμένω να πεθάνω.
‘Η κλήση σας δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή του ΟΤΕ’
Υπάρχουν κάποιες ελπίδες σωτηρίας
Μα τις αποστρέφομαι. Αποστρέφομαι τα
Πάντα. Βαριέμαι και τους κολασμένους,
Οι καλύτεροι από αυτούς τρώνε τα κόπρανά
Τους. Μπορώ πια και συμμερίζομαι τους ασκητές.
Ούτε μια μέρα άξια, ούτε μια κουβέντα πλήρης.
Άδεια η μέρα, χωρίς ψωμί. Κοιτάζω το Χριστό
Και λυπάμαι που δε μπορώ να σηκωθώ
Στο κάλεσμα του. Αλλού τα θαύματα όμως φίλε, εδώ,
Το κλείσαμε.
Πίσω από τα σπίτια υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι
Είναι σφαλιχτοι σα σπίτια. Η σκιά τους είναι το δρεπάνι
Του Άδη, ένα ερωτηματικό που απλώνει στο πάτωμα
Και στο τοίχο. Και μετά βγαίνουν έξω χαμογελαστοί
Και άρτιοι. Είναι παντελώς τρελοί!
Θα μπορούσα να σκαρφιστώ ένα σωρό
Εξυπνάδες και κόλπα για να τα βολέψω στο
Μυαλό μου. Αλλά το μυαλό μου δε βολεύεται.
Όχι. Δεν είναι ανατρεπτικό... οι καθαρά ανατρεπτικοί
Άνθρωποι μου είναι αδιάφοροι όσο κι οι παπάδες. Απλά το
Μυαλό μου είναι, πως να το εξηγήσω, αβόλευτο...δε βολεύεται
Χωρίς στοργή.
Σα μικρό παιδί
Γυρνάμε το βράδυ από μια ακόμη έξοδο. Εσύ
Είσαι λίγο μεθυσμένη –απλά γελάς- κι εγώ στις
Σκέψεις μου...σκέφτομαι πως θα κατέβω από
Την επόμενη υδροροή, στην κόλαση.
Κι έπειτα στο κρεβάτι...όλα μοιάζουν με εφιάλτη...το φεγγάρι
Παίζει καραμούζα. Ανάβουν τα αυτιά μου, οι αισθήσεις όλες
Σε συναγερμό. Κάνουμε έρωτα.
Στις τρεις σε περιμένω στο σταθμό. Φοράω εκείνο το
Σακάκι με τις κακοραμμένες κουμπότρυπες. Ειλικρινά νιώθω
κλόουν, όμως περιμένω, κάθιδρος. Σε βλέπω να φθάνεις
Κι είναι η εικόνα σου...σα να τα χω πιει πάνω σε βάρκα και να έχει
9 μποφόρ και να μου προσφέρουν ένα κατακόκκινο
Λουλούδι. Είσαι απλά υπέροχη.
Σε λίγο, στο σπίτι, κρατώ τα πόδια σου ανοιχτά. Δε ξέρω κι εγώ τι βλέπω.
Τη ζωή μου όλη...Βγάζω το σακάκι και παγώνω. Ξεμένω από αστεία. Φιλιόμαστε
Σαν μοιραίοι εραστές.
Έχω πεθάνει. Στα σοβαρά έχω πεθάνει. Είμαι στον άλλο κόσμο.
Εϊμαι οργισμένος. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο οργισμένος είμαι.
Όλη η επαναστατικότητα –ένας θεός ξέρει που τη βρήκα- είναι συμμαζεμένη
Στο κεφάλι μου. Κουνώ τη γροθιά μου...βρίζω,
Κάποιοι άγιοι προσπαθούν να με συνεφέρουν. Ένας ξερακιανός με ευπροσήγορα
Μάτια μου προσφέρει ένα ποτήρι νερό. Το κεφάλι μου είναι χάλια.
Κάνω μέρες να μιλήσω...
Αργότερα βρίσκομαι μπροστά σε μια επιτροπή, από αυτές που φτιάχνουν συνήθως
Για να συνετίσουν τους μαλάκες. Ακούω γελάκια στο βάθος...αποδοκιμασίες σφυρίγματα. Με οδηγούν μπροστά στον Κύριο...
‘Κύριε...θα πρέπει να κάνετε κάποιο λάθος, δε μπορεί να πέθανα’ Του λέω με ύφος.
‘Και γιατί αυτό’ λέει σηκώνοντας τα φρύδια
‘γιατί είμαι ερωτευμένος’ απαντώ με μισή φωνή, σα μικρό παιδί.