Εγώ και δυο φίλοι
όλη μέρα με τόση δυνατή βροχή, οι μπότες
μου γεμάτες λάσπη, όπως τα παπούτσια ενός κακού μαντατοφόρου.
Η καθηγήτρια που πηδούσα κάποτε -λίγο πριν τη δύση της- συνήθιζε να με κοιτάει
με παράφορο βλέμμα.
Και το βλέμμα της προμήνυε τα ίδια κακά μαντάτα, την
ίδια άσχημη καταληκτική νύχτα.
θα βρούμε άραγε ποτέ υγεία, ομορφιά, ευαισθησία να διορθώσουμε
τα κακώς κείμενα της ζωής μας;
Καθόμαστε κι οι τρεις κάτω από ένα δέντρο και μια ρώσικη συμφωνική
βροχή μαίνεται πάνω από το στρατόπεδο. Καθόμαστε με τις παραλλαγές και τις αρβύλες
στριμωγμένοι, σταυροπόδι
όπως οι πουτάνες, με τις χιλιοπατημένες γόβες, τη σκόνη των επαρχιακών δώματων
στα μαλλιά.
Και νιώθουμε όπως οι πουτάνες, ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι να κατεβαίνει
στο στομάχι. -με τα τσιγάρα στο στόμα.-
και περιμένουμε...
όλη μέρα με τόση δυνατή βροχή.