Σα μικρό παιδί
Γυρνάμε το βράδυ από μια ακόμη έξοδο. Εσύ
Είσαι λίγο μεθυσμένη –απλά γελάς- κι εγώ στις
Σκέψεις μου...σκέφτομαι πως θα κατέβω από
Την επόμενη υδροροή, στην κόλαση.
Κι έπειτα στο κρεβάτι...όλα μοιάζουν με εφιάλτη...το φεγγάρι
Παίζει καραμούζα. Ανάβουν τα αυτιά μου, οι αισθήσεις όλες
Σε συναγερμό. Κάνουμε έρωτα.
Στις τρεις σε περιμένω στο σταθμό. Φοράω εκείνο το
Σακάκι με τις κακοραμμένες κουμπότρυπες. Ειλικρινά νιώθω
κλόουν, όμως περιμένω, κάθιδρος. Σε βλέπω να φθάνεις
Κι είναι η εικόνα σου...σα να τα χω πιει πάνω σε βάρκα και να έχει
9 μποφόρ και να μου προσφέρουν ένα κατακόκκινο
Λουλούδι. Είσαι απλά υπέροχη.
Σε λίγο, στο σπίτι, κρατώ τα πόδια σου ανοιχτά. Δε ξέρω κι εγώ τι βλέπω.
Τη ζωή μου όλη...Βγάζω το σακάκι και παγώνω. Ξεμένω από αστεία. Φιλιόμαστε
Σαν μοιραίοι εραστές.
Έχω πεθάνει. Στα σοβαρά έχω πεθάνει. Είμαι στον άλλο κόσμο.
Εϊμαι οργισμένος. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο οργισμένος είμαι.
Όλη η επαναστατικότητα –ένας θεός ξέρει που τη βρήκα- είναι συμμαζεμένη
Στο κεφάλι μου. Κουνώ τη γροθιά μου...βρίζω,
Κάποιοι άγιοι προσπαθούν να με συνεφέρουν. Ένας ξερακιανός με ευπροσήγορα
Μάτια μου προσφέρει ένα ποτήρι νερό. Το κεφάλι μου είναι χάλια.
Κάνω μέρες να μιλήσω...
Αργότερα βρίσκομαι μπροστά σε μια επιτροπή, από αυτές που φτιάχνουν συνήθως
Για να συνετίσουν τους μαλάκες. Ακούω γελάκια στο βάθος...αποδοκιμασίες σφυρίγματα. Με οδηγούν μπροστά στον Κύριο...
‘Κύριε...θα πρέπει να κάνετε κάποιο λάθος, δε μπορεί να πέθανα’ Του λέω με ύφος.
‘Και γιατί αυτό’ λέει σηκώνοντας τα φρύδια
‘γιατί είμαι ερωτευμένος’ απαντώ με μισή φωνή, σα μικρό παιδί.