Έπιασαν οι ζέστες. Οι αφόρητες εξολοθρευτικές ζέστες. Ότι και να πω, ότι και να κάνω σε αυτή τη ζωή υπάρχει κάτι, ένας εαυτός πίσω από τις μάσκες που βάζω συχνά, υπάρχει κάτι που θα μένει ακέραιο, αναλοίωτο. Είναι ο καυτός ήλιος μέσα μου.
Όχι ο ήλιος των Ινκας, δεν είναι εξωγήινος Θεός ο δικός μου ήλιος, δε φορώ χαιμάλια στα μπράτσα, δε ρουφώ κόκα, ούτε έχω μακριά μαλλιά.
Ο δικός μου ο ήλιος είναι σγουρός και τεμπέλης. Ένας γλυκός χουρμάς για το τέλος κάθε νύχτας που χόρεψα εξουθενωμένος.
Δεν εξηγεί, δεν εξουσιάζει, δεν αποκαλύπτει. Με χάρακα μια φοινικιά μοιράζει τη σκιά πάνω από τα πρόσωπα...Σε ένα κομμάτι χαρτί, ρουφόντας τον καφέ, σημειώνει την αριθμητική μιας γυναίκας και των εβένινων ματιών της.
Ο ήλιος ο δικός μου είναι μουσουλμάνος. Τη γυναίκα του την έχει φασκιωμένη μέσα σε χίλια κι ένα όνειρα.