άφετε τα παιδια...Έχει αφόρητη ζέστη, ζέστη που
Δε θα άντεχε κανένας. Δε σκέφτομαι πια
Πως προτιμώ να πεθάνω. Σιγά σιγά απλά
Ξεμωραίνομαι, ξεχνώ. Κι έτσι είναι σα
Να είμαι πεθαμένος, ουσιαστικά.
Τίποτα δε θα γυρίσει, τίποτα δε θα επιστρέψει.
Έχω ξεχάσει όλες τις ταινίες που έχω δει, όλα τα
Ποίηματα που έχω διαβάσει. Προ λίγου καιρού
Έκανα το τελευταίο βήμα. Πέρασα το όριο. Αν ανοίξεις
Το σώμα μου έχουν μείνει μόνο τα καρφιά και τα ξύλα.
Δεν υπάρχει αίμα.
Υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα τραγουδούν. Ακούω τραγούδια
Στο ραδιόφωνο και μερικές φορές σιγοτραγουδώ. Μόνο που
Τραγουδώ όπως οι μωροί. Μουρμουρώ λίγο, να περάσει η ώρα.
Όλες οι επιθυμίες με οδήγησαν στην καταστροφή. Τώρα δεν επιθυμώ
Ούτε καν να καταστραφώ.
Κι ειλικρινά νιώθω πως το σώμα μου είναι ένα κλουβί.
Στους σταθμούς των τρένων κυκλοφορεί πολύς κόσμος.
Διαφορετικός κόσμος. Είναι και κάποιοι που φαίνονται πως
Περιμένουν. Κάποια στιγμή σηκώνονται και αποχωρούν.
Έτσι νιώθω. Δεν υπάρχει προορισμός. Δεν υπάρχει έλεος
Μέσα στον καύσωνα του σφυγμού. Μέσα στον καύσωνα των αδένων
Που εκκρίνουν, το ένα μετά το άλλο τελεσίγραφό... δουλειά, αγάπη,
Σπίτι, εφορείες...η δε ψυχή μοιάζει με κειμήλιο πολέμου. Ίσως την εκτιμήσουν
Τα παιδιά.