Το πιάνο.
Στο σπίτι είχαμε ένα πιάνο. Ένα σχετικά φτηνό καφέ πιάνο.
Έπαιζε η αδερφή μου. Δε ξέρω αν έπαιζε καλά, μάλλον δεν έπαιζε
αλλά απολάμβανα να την ακούω γιατί την αγαπούσα
και μου φαινότανε πολύ όμορφο που είχε καστανά μαλλιά και
γελούσε με το σπασμένο δόντι κάθε φορά που σηκωνόταν από
το σκαμνί
Έπαιζε κι ο αδερφός μου. Με τα -αφάνα- μαύρα μαλλιά
του, με το ίδιο λινό πουκάμισο, με τα παράθυρα κλειστά για
να μην ενοχλεί τους γείτονες. Θυμάμαι την αφόρητη ζέστη το
καλοκαίρι, μύριζε ο ίδρωτας μας -μύριζε όμορφα- κι εκείνος
προσπαθούσε να ξεζουμίσει μερικές νότες. Τόσο συνοφρυωμένος,
τόσο αφοσιωμένος στα πλήκτρα.
Μα περισσότερο αγαπούσα το πιάνο όταν ήταν σιωπηλό. Τα μαυρόασπρα
πλήκτρα -την έκταση τους-...μου φαινόταν το πιο πελώριο, το πιο εντυπωσιακό παιχνίδι από όλα.
Από δέος δε τολμούσα να το αγγίξω. Άνοιγα μόνο το καπάκι και χανόμουν στη θέα των χορδών,
των μηχανισμών για τη σίγαση. Με την κατάφορη σκέψη μου κρεμόμουν μέσα του,
έως και τη τελευταία κόγχη της μουσικής του.