νεα μοναξια
Ξυπνησα αργα. Οχι στο κρεβατι μου.
Ουτε στο κρεβατι καποιας ερωμενης.
Απο το παραθυρο ακουγοταν ψαλμος εκκλησιας.
Η τελευταια μου αναμνηση ηταν που
ετρεχα σ' ενα σκοτεινο δρομο
να ξεφυγω απο τους αστυνομικους.
Εψαξα το παλτο μου. Ολες οι τσεπες
αδειες. Αφραγκος. Το μαχαιρι μου
κι αυτο ελειπε. Εκδορες στον αυχενα.
Κοιταξα γυρω. Τιποτα δε μου θυμιζε
τιποτα. Κι η γλωσσα με την οποια
εκανα τις σκεψεις μου ακουγοταν τεχνικη, ξενη.
Θυμηθηκα πως ειμαι αθεος. Με μια θεωρητικη
συμπαθεια προς το Σατανα βεβαια. -μια χειρονομια
ελευθεριας. Τι ηθελαν τοτε οι ψαλμοι;
Κοιταξα απο το παραθυρο. Τα συννεφα
ηταν χρυσα. Ο αερας μυριζε φρεσκο
ψωμι και καμμενη βενζινη.
Ενας αγροτικος δρομος απλωνοταν
περα στον οριζοντα. Δεκαδες ανθρωποι
εσκαβαν τη γη λατρευτικα.
Εψαξα ενα καθρεφτη να δω
το προσωπο μου. Μου περασε
η σκεψη πως δεν ημουν πια εγω.
Κοιταξα μεσα στο εσωρουχο μου.
Αυτος ηταν ο ιδιος αν οχι ακομα
πιο θηρειωδης και ατιθασος.
Ο Καστανεντα συμβουλευε για
να μη χασεις το δρομο σου
στα ονειρα να κρατας το πουλι σου.
Δεν ειχε κι αδικο. Το κρατησα λοιπον
κι εγω σφιχτα, κατεβηκα στην εισοδο
κι ανοιξα την πορτα, ολομοναχος, στο ονειρο.