Σύγχυση
Άνοιξα την πόρτα σήμερα το πρωί
Για να φύγω από το σπίτι.
Έχωσα τα κλειδιά βαθειά στη τσέπη μου,
Σκέφτηκα αν έχω ξεχάσει κάτι κοίταξα στο τραπέζι
Για την αλληλογραφία.
Ξαφνικά μου πέρασε από το μυαλό πως δε θυμάμαι
Αν έχουμε καλοκαίρι ή χειμώνα.
Άραγε έπρεπε να πάρω το παλτό μου;
Είχα ψώνια να κάνω; Τα οικονομικά μου πρέπει να ‘ναι
Άθλια. Ή ίσως να ‘χω κάποια λεφτά στη τράπεζα, κάποιες
Αποταμιεύσεις.
Πρέπει να πάρω λίγα χρήματα παραπάνω μαζί μου. Πρέπει να
Πάρω ένα δώρο γεννεθλίων. Νομίζω είναι τα γεννέθλια της
μητέρας.
Όχι νομίζω πέρασαν.
‘Εξω μαίνεται τρικυμμία. Για αυτό είμαι βέβαιος. Ακούω τη βροχή.
Τα αμάξια είναι
σταταματημένα και
τα φανάρια τους γεμίζουν με φως τις εξατμίσεις των
μπροστινών.
Όλα είναι χάλια αλλά
ακόμα αντέχω...ή μήπως όχι...
Όπως και να ‘χει είμαι σίγουρος πως η αληθινή αγάπη στο
τέλος πάντα –έτσι πρέπει- βγαίνει
Κερδισμένη. Αυτό με καθησυχάζει...
Ανοίγω την πόρτα. Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ένας φίλος...
-Σάββα πήρα να σου θυμίσω αυτό που μου είπες.
-ποιό;
-Πως είναι καλοκαίρι, πως δεν έχεις μία και πως η αληθινή
αγάπη τελικά σε παράτησε. Τα λέμε.
Κατεβαίνω τα σκαλιά της πολυκατοικίας, ένα εκτυφλωτικό φως
γεμίζει την είσοδο. Μπαίνω μέσα του κι εξαφανίζομαι στο χάος.