Ο Έλληνας
Βρίσκεται σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και βλέπει τηλεόραση.
Σωριασμένος στον καναπέ. Γύρω του ακριβά ηλεκτρονικά γκάτζετ,
άδειες συσκευασίες από πατατάκια και σοκολάτες -κάλτσες
και λερωμένα σώβρακα.
Καταβροχθίζει ένα χάμπουργκερ, τα μάτια του καρφωμένα στο φως μιας
αμερικάνικης ταινίας.
Ρουφάει τη μύτη του.
Νιώθει να του 'ρχεται ένα φτέρνισμα και τρίβει τη μύτη του για να το σταματήσει.
Τον ενοχλεί ακόμα.
Κοιτάζει γύρω στο δωμάτιο και πιάνει μια κάλτσα.
Την εξετάζει προσεχτικά και μετά φυσάει τη μύτη του πάνω της.
Μετά πετάει την κάλτσα και συνεχίζει να τρώει το μπιφτέκι του.
Η ταινία δείχνει τρομαχτικές σκηνές βίας. Μασάει απαθής.
Πιάνει άλλη κάλτσα. Δε του κάνει. Την πετάει.
Πιάνει μια άλλη. Την εξετάζει. Είναι ότι πρέπει.
Βάζει το πέος του μέσα στην κάλτσα και αυνανίζεται μέχρι που
χύνει -χωρίς ίχνος ηδονής.
Βγάζει την κάλτσα από το πουλί του και την πετάει.
Ξετυλίγει ένα ακόμα χάμπουργκερ.
απόδοση από το θεατρικό της Σάρα Κέην...'Phaedra's love'
όλοι και πάλι ένα
Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ξαγρυπνούν.
Είναι μέσα στο γονίδιο μας. Κι εχθές όταν
Σου μιλούσα στο μπαρ μισός αφοσιωμένος
Στο πουλί μου, μισός στο τσιγάρο...
Ένιωθα την καταστροφική επίδραση του έρωτα.
Το άλεσμα των σωμάτων και του ιδρώτα.
-ένας υπέρβαρος μεθύστακας με έσπρωχνε από πίσω-
Έτσι, κινούμε ο ένας τον άλλο στη χοάνη της αμαρτίας.
Το πρωί κατέφθασε αργά. Περπάτησα όλη την πόλη.
Προτιμώ να περπατώ. Τι να τον κάνεις το δρόμο
Χωρίς να τον περπατάς. Τι να τις κάνεις τις ωραίες
Γυναίκες στα περιοδικά, τα γκλος συνθήματα των
Διαφημιστών. Πρέπει να δεις τα πάντα από κοντά αδερφέ
Μου. Να γυρέψεις στο διάβα της ζωής την ομορφιά.
Όπως την καταλαβαίνεις εσύ.
Ο ήλιος είχε μέσα ένα πρόσωπο, την χαμογελαστή κεφάλη
Ενός χολυγουντιανού αστέρα. Κατακίτρινος σα συσκευασία
Για δημητριακά. Με πήγαιναν τα πόδια μου. Τα πόδια μου
Με πάνε πάντα. Μπροστά το ένστικτο και πίσω εγώ. Σέρνομαι
Ο σκλάβος. Και τα πόδια μου ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια,
Χορεύουν εύθυμα σε κάποια ερημική στάση. Φοράνε
Τα λουστρίνια τους και σφυρίζουν ανέμελα.
Πως γίνεται και είμαστε όλοι τόσο ίδιοι. Καιρό τώρα
Το έχω στο μυαλό μου. Όλες αυτές οι φίφες για
Διαφορετικότητα. Όχι. Είμαστε όλοι οι ίδιοι. Η ίδια
Ψυχή, το ίδιο πρωτόπλασμα κάτω από το μικροσκόπιο,
Η ίδια συμφορά, η ίδια ελεονοσία.
Κανείς θα έπρεπε να είναι πολύ μαλάκας για να αποφύγει
Τη λαικότητα της πλάσης. Το ότι γεννηθήκαμε σε χωριστά
Καβούκια είναι το κρίμα. Αγάλι αγάλι θα γίνουμε όλοι ένα.
Στα μπαρ ή στα πανηγύρια. Μέσα από τηλεοπτικές σούπες
Της σειράς. Στο δρόμο, περιμένοντας το φανάρι, τα ίδια
Αξύριστα πρωτεύοντα. Στις παραλίες. Όλοι.
Στις δημόσιες υπηρεσίες. Με την
χαζοβιόλα τη ζωή να πιστοποιείται και να επιχορηγείται και να
Συνταξιοδοτείται. Στα σχολεία. Όλοι. Ένα.
Στους καμπινέδες και στον Υμηττό γιορτάζοντας τα κούλουμα.
Ότι και να πεις και ότι και να κάνεις αποκλείεται να το αποφύγεις.
Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω στο κρύο. Είναι τρεις και τριανταπέντε.
Ο χοντρός με αγκάλιασε. Με κέρασε και μερικά σφηνάκια.
Η γκόμενα μου υποσχέθηκε... το συνηθίζουν αυτό οι γκόμενες. Μετά
Έφυγε μ’έναν άλλο.
Δεν υπάρχει κανένας. Ουσιαστικά δεν υπάρχω κι εγώ.
Γιατί δεν έχω που να πάω.
Ακούω μόνο τον ισχυρό άνεμο. Μια σφυρίχτρα δίνης να τρέχει
Κούρσα ολούθε.
Εξαφανισμένοι όλοι στη χοάνη της αμαρτίας. Όλοι και πάλι ένα.