η μικρή φλόγα
Υπάρχει μια φλόγα που χορεύει γύρω μου όταν κοιμάμαι
Και πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Κατεβαίνει τον αυχένα μου
Εως και τα νύχια των ποδιών μου. Είναι η φλόγα του Χριστού.
Έχουν περάσει αρκετές εποχές από τότε που ήμουν κι εγώ
Ένα πρωτόγονο παιδί. Η Μεσοζωική περίοδος, όταν γλιστρούσα
Με το σώβρακο τις σκάλες.
Κλείνουν τα φώτα. ακούγεται το ροκάνισμα
Της σινεματικής λήψης.
Η μητέρα φέρνει το κρασί
Στο τραπέζι κάποιος βιάζεται να τσιμπήσει από τη γαλοπούλα,
Ακούγεται η αδερφή μου να κλαίει από το δωμάτιο. Κάποιοι συζητούν.
-Γιώργο γερνάμε. Πως αφήσαμε να μας συμβεί κάτι τέτοιο...
Εγώ στη θέση μου ντυμένος αστεία με ένα παπιγιόν πουά.
Σκέφτομαι τη Σοφία με τα κατακόκκινα χείλη. Είμαι ερωτευμένος μαζί της.
Κρατώ τη μύτη μου...κλείνω τα μάτια και σλουυυυρπ!
Στο βυθό μου. Τα χείλη μου σπαρταρούν. Θέλω να τη φιλήσω.
Και τι δε θα δινα να τη φιλησω!Μερικοί άνθρωποι μπορούν να πηδάνε από χώρα σε χώρα
Ανάλαφροι. Τέτοιος άνθρωπος υπήρξα κι εγώ. Ταξίδεψα
Όπως ο αέρας και ακόμα στροβιλίζομαι, διαρκώς, αέναα.
Τη μέρα που πέθανε η ψυχή μου χρημάτισα έναν γρύλο
Με φράκο να μου παίζει στο πιάνο τις αγαπημένες μου
Σονάτες. Ένας σολίστ στο τσεπάκι μου.
Όσο αφορά το φαλλό μου ουδέποτε θεώρησα πως
Έχει κάτι το ιδιαίτερο, αλλά είναι ο μόνος Ορθός
Λόγος που μου έχει απομείνει.
Όλα είναι θέμα καταγωγής βλέπεις. Όπως
Εκείνα τα σπίτια των ζωγράφων που έχουν αρχιτεκτονική
Αρχοντικού και χρώμα τσιγγάνικο. Αιμομιξία.
Βαθειά στο αίμα μου είμαι το αλλόκοτο το ακαθόριστο.
Αυτό που δε μπόρεσες ποτέ να κατατάξεις με την
Ανθρωπολογία σου ή τη ζωολογία σου ή την κοινωνιολογία σου.
Γιατί είμαι εγώ. Κι όταν κοιμάμαι και πλησιάζουν
τα Χριστούγεννα μια φλόγα χορεύει σα τρελή γύρω
Απ’ το κορμί μου. Είναι η φλόγα του Χριστού.
drive-in
Οδηγώ καταμεσήμερο και νιώθω ευτυχισμένος, μια σκέτη
...ανθρώπινη ευτυχία. Φαίνεται να πήδηξα μερικούς αιώνες
Μπροστά, περισυνέλλεξα τα ερείπια μου και σηκώθηκα. Για χάρη σου.
Δεκάδες κατεστραμμένα μέλη, με το μηχανισμό, με τον ιδρώτα μου
Τρεκλίζουν σα το σκουριασμένο ρομπότ. Ανεβαίνω με κλαγγές και
θόρυβο το δρόμο. Είναι αύγουστος κι η θάλασσα πλάι είναι τα μάτια του Θωρ.
Βήχω τα λόγια της αγάπης. Μιλώ όπως οι βάτραχοι, όπως οι κακοί
Στις ταινίες φαντασίας. ‘Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ’ μέσα από το σωρό
Με τα παλιοσίδερα, μέσα απ’ το βαρέλι...μανσάρω ολομόναχος το βράδυ.
Και μετά στο κρεβάτι, είμαι σχεδόν και πάλι σωρός. ενώνω τα οστά.
και σιγά σιγά γυρίζω το τροχό ωσότου να υγρανθείς...η παλιά μου ψυχή
υπάρχει... Τρομαχτικό, αν το σκεφτείς, μετά από τόσο καιρό.
Υπάρχει εκεί. Από κάτω, από μέσα. Mια γριά, μάγισσα ψυχή
που τραγουδάει και χορεύει διαβολοτραγούδια. Δε σέβεται, δε σέβεται ούτε εμένα
Ούτε εσένα. Xωρίς σταματημό, μας σπρώχνει, μας ρυμουλκεί στους κάμπους.